μαντάρα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαμαντάρα άκλιτο
- άνω κάτω, κουλουβάχατα
Εκφράσεις
επεξεργασία- τα έκανα μαντάρα: τα μπέρδεψα τελείως, απέτυχα
- ≈ συνώνυμα: τα έκανα θάλασσα, τα έκανα κουλουβάχατα, τα έκανα σκατά, τα σκάτωσα
- γίναμε μαντάρα: γίναμε μπίλιες, τσακωθήκαμε, μαλώσαμε, διαταράχτηκαν οι σχέσεις μας
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ μαντάρα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.