κουλουβάχατα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίρρημα
επεξεργασίακουλουβάχατα
- (λαϊκότροπο) τα έκανε κουλουβάχατα: έκφραση που σημαίνει μια γενική ακαταστασία στα πράγματα κάποιου, είτε κάποια αναστάτωση στις σχέσεις μεταξύ δύο ατόμων
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία κουλουβάχατα
για μεταφορά πληροφορίας