αχταρμάς
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αχταρμάς < (άμεσο δάνειο) τουρκική aktarma (δημιουργία αναστάτωσης) + -ς με τροπή [kt] > [xt][1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.xtaɾˈmas/
Ουσιαστικό επεξεργασία
αχταρμάς αρσενικό
- ανακάτεμα, μπέρδεμα, ανάμιξη· χρησιμοποιείται συνήθως με αρνητική έννοια, όταν γίνεται κακή ανάμιξη υλικών, όταν γενικότερα αντί να διευθετηθεί μια κατάσταση γίνεται άνω-κάτω και επικρατεί τελικά σύγχυση
- σφουγγαράδικο καΐκι
- ※ Τί γινήκανε κεῖνα τὰ παράξενα σκέδια, πλῆθος ἀμέτρητο! Τί μπρίκια, τί γολέττες, τί μπομπάρδες, τί τσερνίκια, τί σακολέβες, τί λόβερα, τί πέννες, τί ἀχταρμάδες, τί λεῦκες, τί μπραντοῦσκες, τί περάματες, τί γκαγκάληδες ἀπ' τὴ Μαύρη Θάλασσα. (Φώτης Κόντογλου, Ἱστορίες καὶ περιστατικά, 1944)
Άλλες μορφές επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ αχταρμάς - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας