ανάμιξη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ανάμιξη | οι | αναμίξεις |
γενική | της | ανάμιξης* | των | αναμίξεων |
αιτιατική | την | ανάμιξη | τις | αναμίξεις |
κλητική | ανάμιξη | αναμίξεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αναμίξεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ανάμιξη < μεταγενέστερη ελληνική ἀνάμιξις ( ή ἀνάμειξις)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαανάμιξη θηλυκό (& ανάμειξη για όσους δέχονται το μειγνύω και όχι το μιγνύω)
- το ανακάτεμα διαφόρων ουσιών για τη διαμόρφωση-σχηματισμό ενός μίγματος, συνήθως όχι με καλό σκοπό
- η ανάμιξη λαδιών τα νοθεύει κι εσύ νομίζεις ότι παίρνεις ελαιόλαδο αλλά αυτοί είναι ικανοί να έχουν βάλει μέσα ακόμα και πετρέλαιο
- η ενασχόληση με κάτι που υπονοείται ότι δεν είναι θετικό γενικά ή που δεν είναι θετικό για μια συγκεκριμένη περίπτωση
- Η ανάμιξή της στην πολιτική, μας την στέρησε από την ψυχιατρική έρευνα στην οποία ήταν άριστη
- Απαγγέλθηκαν κατηγορίες, αλλά εγώ τον ξέρω καλά τον άνθρωπο και πιστεύω ότι δεν έχει καμία ανάμιξη σε αυτή τη βρώμικη υπόθεση
- η παρέμβαση σε ξένες υποθέσεις, σε υποθέσεις που νομότυπα και ηθικά δεν έχει κάποιος λόγο επειδή αφορούν άλλη οικογένεια, άλλο έθνος, άλλο τομέα
- Ολα ξεκίνησαν με την ανάμιξη της Γερμανίας και των ΗΠΑ στα εσωτερικά της Ουκρανίας, θεωρούν οι Ρώσοι
Συγγενικά
επεξεργασία- αναμιγνύω και αναμειγνύω
- αναμεμιγμένος και αναμεμειγμένος
- ανάμικτος και ανάμεικτος