αναμίξεις
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
αναμίξεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αναμιγνύω
- θα αναμίξεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αναμιγνύω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία
αναμίξεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ανάμιξη