αναμειγνύω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αναμειγνύω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀναμείγνυμι[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.na.miˈɣni.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐να‐μει‐γνύ‐ω
Ρήμα
επεξεργασίααναμειγνύω (παθητικό: αναμειγνύομαι)
- ανακατεύω υλικά στοιχεία (πχ διαφορετικά υγρά)
- Πρέπει να τα αναμείξεις καλά - Πρέπει να αναμειχθούν καλά
- ανακατεύω κάποιον ή σε μια δυσάρεστη υπόθεση ή σε μια υπόθεση στην οποία δεν είχε φυσική θέση και αυτό προκαλεί με τη σειρά του δυσάρεστα επακόλουθα
- Γιατί ανέμειξες τη μητέρα σου στα προσωπικά μας;
- Ο συμμαθητής του δυστυχώς τον ανέμειξε σε μια υπόθεση με κλεμμμένα μηχανάκια
- Οι ΗΠΑ αναμειγνύονται διαρκώς στο μεσανατολικό
Άλλες γραφές
επεξεργασία- αναμιγνύω και αναμιγνύομαι αντίστοιχα
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αναμειγνύω | αναμείγνυα | θα αναμειγνύω | να αναμειγνύω | αναμειγνύοντας | |
β' ενικ. | αναμειγνύεις | αναμείγνυες | θα αναμειγνύεις | να αναμειγνύεις | αναμείγνυε | |
γ' ενικ. | αναμειγνύει | αναμείγνυε | θα αναμειγνύει | να αναμειγνύει | ||
α' πληθ. | αναμειγνύουμε | αναμειγνύαμε | θα αναμειγνύουμε | να αναμειγνύουμε | ||
β' πληθ. | αναμειγνύετε | αναμειγνύατε | θα αναμειγνύετε | να αναμειγνύετε | αναμειγνύετε | |
γ' πληθ. | αναμειγνύουν(ε) | αναμείγνυαν αναμειγνύαν(ε) |
θα αναμειγνύουν(ε) | να αναμειγνύουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ανάμειξα | θα αναμείξω | να αναμείξω | αναμείξει | ||
β' ενικ. | ανάμειξες | θα αναμείξεις | να αναμείξεις | ανάμειξε | ||
γ' ενικ. | ανάμειξε | θα αναμείξει | να αναμείξει | |||
α' πληθ. | αναμείξαμε | θα αναμείξουμε | να αναμείξουμε | |||
β' πληθ. | αναμείξατε | θα αναμείξετε | να αναμείξετε | αναμείξτε | ||
γ' πληθ. | ανάμειξαν αναμείξαν(ε) |
θα αναμείξουν(ε) | να αναμείξουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αναμείξει | είχα αναμείξει | θα έχω αναμείξει | να έχω αναμείξει | ||
β' ενικ. | έχεις αναμείξει | είχες αναμείξει | θα έχεις αναμείξει | να έχεις αναμείξει | έχε αναμεμειγμένο | |
γ' ενικ. | έχει αναμείξει | είχε αναμείξει | θα έχει αναμείξει | να έχει αναμείξει | ||
α' πληθ. | έχουμε αναμείξει | είχαμε αναμείξει | θα έχουμε αναμείξει | να έχουμε αναμείξει | ||
β' πληθ. | έχετε αναμείξει | είχατε αναμείξει | θα έχετε αναμείξει | να έχετε αναμείξει | έχετε αναμεμειγμένο | |
γ' πληθ. | έχουν αναμείξει | είχαν αναμείξει | θα έχουν αναμείξει | να έχουν αναμείξει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) αναμεμειγμένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) αναμεμειγμένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) αναμεμειγμένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) αναμεμειγμένο |
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αναμειγνύομαι | αναμειγνυόμουν(α) | θα αναμειγνύομαι | να αναμειγνύομαι | αναμειγνυόμενος | |
β' ενικ. | αναμειγνύεσαι | αναμειγνυόσουν(α) | θα αναμειγνύεσαι | να αναμειγνύεσαι | αναμειγνύου | |
γ' ενικ. | αναμειγνύεται | αναμειγνυόταν(ε) | θα αναμειγνύεται | να αναμειγνύεται | ||
α' πληθ. | αναμειγνυόμαστε | αναμειγνυόμαστε αναμειγνυόμασταν |
θα αναμειγνυόμαστε | να αναμειγνυόμαστε | ||
β' πληθ. | αναμειγνύεστε | αναμειγνυόσαστε αναμειγνυόσασταν |
θα αναμειγνύεστε | να αναμειγνύεστε | αναμειγνύεστε | |
γ' πληθ. | αναμειγνύονται | αναμειγνύονταν αναμειγνυόντουσαν |
θα αναμειγνύονται | να αναμειγνύονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αναμείχθηκα | θα αναμειχθώ | να αναμειχθώ | αναμειχθεί | ||
β' ενικ. | αναμείχθηκες | θα αναμειχθείς | να αναμειχθείς | αναμείξου | ||
γ' ενικ. | αναμείχθηκε | θα αναμειχθεί | να αναμειχθεί | |||
α' πληθ. | αναμειχθήκαμε | θα αναμειχθούμε | να αναμειχθούμε | |||
β' πληθ. | αναμειχθήκατε | θα αναμειχθείτε | να αναμειχθείτε | αναμειχθείτε | ||
γ' πληθ. | αναμείχθηκαν αναμειχθήκαν(ε) |
θα αναμειχθούν(ε) | να αναμειχθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω αναμειχθεί | είχα αναμειχθεί | θα έχω αναμειχθεί | να έχω αναμειχθεί | αναμεμειγμένος | |
β' ενικ. | έχεις αναμειχθεί | είχες αναμειχθεί | θα έχεις αναμειχθεί | να έχεις αναμειχθεί | ||
γ' ενικ. | έχει αναμειχθεί | είχε αναμειχθεί | θα έχει αναμειχθεί | να έχει αναμειχθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε αναμειχθεί | είχαμε αναμειχθεί | θα έχουμε αναμειχθεί | να έχουμε αναμειχθεί | ||
β' πληθ. | έχετε αναμειχθεί | είχατε αναμειχθεί | θα έχετε αναμειχθεί | να έχετε αναμειχθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν αναμειχθεί | είχαν αναμειχθεί | θα έχουν αναμειχθεί | να έχουν αναμειχθεί |
- είναι δόκιμοι και οι τύποι με την αύξηση, ανεμείγνυα, ανέμειξα και λιγότερο οι της παθητικής φωνής ανεμειγνυόμουν, ανεμείχθην
Μεταφράσεις
επεξεργασία αναμειγνύω
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ αναμειγνύω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας