καΐκι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | καΐκι | τα | καΐκια |
γενική | του | καϊκιού | των | καϊκιών |
αιτιατική | το | καΐκι | τα | καΐκια |
κλητική | καΐκι | καΐκια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- καΐκι < (άμεσο δάνειο) τουρκική kayık < παλαιά τουρκική kayguk < πρωτοτουρκική *K(i)aj-guk
Ουσιαστικό
επεξεργασίακαΐκι ουδέτερο
- (ναυτικός όρος) μικρό ιστιοφόρο, συνήθως αλιευτικό σκάφος
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία καΐκι