mishmash
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαmishmash (en) (μόνο στον ενικό, ανεπίσημο, συνήθως μειωτικό)
- η συνονθύλευμα, ένα συγκεχυμένο μείγμα διαφορετικών ειδών πραγμάτων, ιδεών, κτλ.
- ⮡ a mishmash of nonsense/ideas - ένα συνονθύλευμα ανοησιών/ιδεών
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη hodgepodge
Πηγές
επεξεργασία- mishmash - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 851. ISBN 9780194325684., λήμμα: συνονθύλευμα