Ουσιαστικό

επεξεργασία

mishmash (en) (μόνο στον ενικό, ανεπίσημο, συνήθως μειωτικό)

  • η συνονθύλευμα, ένα συγκεχυμένο μείγμα διαφορετικών ειδών πραγμάτων, ιδεών, κτλ.
    ⮡  a mishmash of nonsense/ideas - ένα συνονθύλευμα ανοησιών/ιδεών
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη hodgepodge