μαζός
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μαζός < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμαζός, -οῦ αρσενικό
- επικός τύπος του μαστός
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 11 (λ. Ἀλκίνου ἀπόλογοι: Νέκυια.), στίχ. 448 (447-449)
- ἦ μέν μιν νύμφην γε νέην κατελείπομεν ἡμεῖς | ἐρχόμενοι πόλεμόνδε· πάϊς δέ οἱ ἦν ἐπὶ μαζῷ | νήπιος, ὅς που νῦν γε μετ᾽ ἀνδρῶν ἵζει ἀριθμῷ,
- Θυμάμαι, την αφήσαμε νέα και νιόνυμφη, όταν εμείς | κινούσαμε στον πόλεμο· είχε ακόμη στο βυζί τον γιο σου, | νήπιο. Τώρα κι αυτός θα έχει μεγαλώσει, θα κάθεται με τους μεγάλους
- Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
- ἦ μέν μιν νύμφην γε νέην κατελείπομεν ἡμεῖς | ἐρχόμενοι πόλεμόνδε· πάϊς δέ οἱ ἦν ἐπὶ μαζῷ | νήπιος, ὅς που νῦν γε μετ᾽ ἀνδρῶν ἵζει ἀριθμῷ,
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 4 (Δ. Ὁρκίων σύγχυσις. Ἀγαμέμνονος ἐπιπώλησις.), στίχ. 480 (480-481)
- πρῶτον γάρ μιν ἰόντα βάλε στῆθος παρὰ μαζὸν | δεξιόν·
- Ότι ενώ πρώτος πρόβαινε τον κτύπησε στο στήθος | σιμά στον δεξιόν μαστόν·
- Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
- πρῶτον γάρ μιν ἰόντα βάλε στῆθος παρὰ μαζὸν | δεξιόν·
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 22 (Χ. Ἕκτορος ἀναίρεσις.), στίχ. 80 (79-81)
- μήτηρ δ᾽ αὖθ᾽ ἑτέρωθεν ὀδύρετο δάκρυ χέουσα, | κόλπον ἀνιεμένη, ἑτέρηφι δὲ μαζὸν ἀνέσχε· | καί μιν δάκρυ χέουσ᾽ ἔπεα πτερόεντα προσηύδα·
- Και απ᾽ τ᾽ άλλο μέρος έκλαιε και οδύρετο η μητέρα | και επρόβαλεν, ανοίγοντας τον κόρφον, το βυζί της | και κλαίοντας του έλεγεν:
- Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
- μήτηρ δ᾽ αὖθ᾽ ἑτέρωθεν ὀδύρετο δάκρυ χέουσα, | κόλπον ἀνιεμένη, ἑτέρηφι δὲ μαζὸν ἀνέσχε· | καί μιν δάκρυ χέουσ᾽ ἔπεα πτερόεντα προσηύδα·
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 4 (Δ. Ὁρκίων σύγχυσις. Ἀγαμέμνονος ἐπιπώλησις.), στίχ. 528 (527-528)
- Τὸν δὲ Θόας Αἰτωλὸς ἀπεσσύμενον βάλε δουρὶ | στέρνον ὑπὲρ μαζοῖο, πάγη δ᾽ ἐν πνεύμονι χαλκός·
- Και ως έφευγε τον κτύπησεν εις τον μαστόν επάνω | ο Αιτωλός Θόας και ο χαλκός μες στο πνευμόνι εμπήχθη·
- Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
- Τὸν δὲ Θόας Αἰτωλὸς ἀπεσσύμενον βάλε δουρὶ | στέρνον ὑπὲρ μαζοῖο, πάγη δ᾽ ἐν πνεύμονι χαλκός·
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 4 (Μελπομένη), 202.1
- τοὺς μέν νυν αἰτιωτάτους τῶν Βαρκαίων ἡ Φερετίμη, ἐπείτε οἱ ἐκ τῶν Περσέων παρεδόθησαν, ἀνεσκολόπισε κύκλῳ τοῦ τείχεος, τῶν δέ σφι γυναικῶν τοὺς μαζοὺς ἀποταμοῦσα περιέστιξε καὶ τούτοισι τὸ τεῖχος·
- Η Φερετίμη λοιπόν τους Βαρκαίους που πρωτοστάτησαν στο φόνο, όταν οι Πέρσες τούς παράδωσαν στα χέρια της, τους παλούκωσε ένα γύρο ψηλά στο τείχος κι έκοψε τα βυζιά των γυναικών τους και τα ᾽βαλε κι αυτά να κρέμονται ένα γύρο στο τείχος.
- Μετάφραση (1992): Ηλίας Σπυρόπουλος. Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
- τοὺς μέν νυν αἰτιωτάτους τῶν Βαρκαίων ἡ Φερετίμη, ἐπείτε οἱ ἐκ τῶν Περσέων παρεδόθησαν, ἀνεσκολόπισε κύκλῳ τοῦ τείχεος, τῶν δέ σφι γυναικῶν τοὺς μαζοὺς ἀποταμοῦσα περιέστιξε καὶ τούτοισι τὸ τεῖχος·
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἱπποκράτης, Περὶ ἀδένων, (De glandulis), 16, p. 572, @scaife.perseus
- Ἀλλὰ καὶ ἀδένες ἐν τοῖσι στήθεσι μαζοὶ καλέονται, καὶ διαίρονται γάλα ποιέουσιν· οἷς δὲ οὐ ποιέουσι γάλα, οὕ· ποιέουσι μὲν αἱ γυναῖκες, οἱ δὲ ἄνδρες οὐ ποιέουσι.
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 11 (λ. Ἀλκίνου ἀπόλογοι: Νέκυια.), στίχ. 448 (447-449)
- (ψάρι) μάξεινος, μαζίνης
Συγγενικά
επεξεργασία- → και δείτε τη λέξη μαστός
Πηγές
επεξεργασία- μαζός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.