Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πλαδαρός η πλαδαρή το πλαδαρό
      γενική του πλαδαρού της πλαδαρής του πλαδαρού
    αιτιατική τον πλαδαρό την πλαδαρή το πλαδαρό
     κλητική πλαδαρέ πλαδαρή πλαδαρό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πλαδαροί οι πλαδαρές τα πλαδαρά
      γενική των πλαδαρών των πλαδαρών των πλαδαρών
    αιτιατική τους πλαδαρούς τις πλαδαρές τα πλαδαρά
     κλητική πλαδαροί πλαδαρές πλαδαρά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

πλαδαρός < αρχαία ελληνική πλαδαρός (νερουλός) < πλάδος (υγρασία)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /pla.ðaˈɾos/ αρσενικό
ΔΦΑ : /pla.ðaˈɾi/ θηλυκό
ΔΦΑ : /pla.ðaˈɾo/ ουδέτερο

  Επίθετο επεξεργασία

πλαδαρός

  1. ο χαλαρός, ο αγύμναστος
    πλαδαρή κοιλιά
  2. (μεταφορικά) που δεν έχει δυνατή συνοχή
    πλαδαρός λόγος

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία