• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

πλαδαρότητα

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πλαδαρότητα οι πλαδαρότητες
      γενική της πλαδαρότητας των πλαδαροτήτων
    αιτιατική την πλαδαρότητα τις πλαδαρότητες
     κλητική πλαδαρότητα πλαδαρότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
πλαδαρότητα < ελληνιστική κοινή πλαδαρότης < αρχαία ελληνική πλαδαρός

Ουσιαστικό

επεξεργασία

πλαδαρότητα θηλυκό

  1. (κυριολεκτικά) το να είναι κάποιος ή κάτι πλαδαρό(ς)
  2. (μεταφορικά) έλλειψη ζωηρότητας και ζωντάνιας

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    πλαδαρότητα
  • αγγλικά : flabbiness (en)
  • γαλλικά : mollesse (fr)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=πλαδαρότητα&oldid=7113121"
Τελευταία επεξεργασία στις 11 Μαΐου 2025, στις 19:23

Γλώσσες

      Αυτή η σελίδα δεν είναι διαθέσιμη σε άλλες γλώσσες.

      Βικιλεξικό
      • Wikimedia Foundation
      • Powered by MediaWiki
      • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 11 Μαΐου 2025, στις 19:23.
      • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
      • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
      • Σχετικά με Βικιλεξικό
      • Αποποίηση ευθυνών
      • Κώδικας συμπεριφοράς
      • Προγραμματιστές
      • Στατιστικά
      • Δήλωση cookie
      • Όροι χρήσης
      • Επιφάνεια εργασίας