πλαδαρότητα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πλαδαρότητα < ελληνιστική κοινή πλαδαρότης < αρχαία ελληνική πλαδαρός
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπλαδαρότητα θηλυκό
- (κυριολεκτικά) το να είναι κάποιος ή κάτι πλαδαρό(ς)
- (μεταφορικά) έλλειψη ζωηρότητας και ζωντάνιας