Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αγύμναστος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Δείτε επίσης
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
αγύμναστ
ος
η
αγύμναστ
η
το
αγύμναστ
ο
γενική
του
αγύμναστ
ου
της
αγύμναστ
ης
του
αγύμναστ
ου
αιτιατική
τον
αγύμναστ
ο
την
αγύμναστ
η
το
αγύμναστ
ο
κλητική
αγύμναστ
ε
αγύμναστ
η
αγύμναστ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
αγύμναστ
οι
οι
αγύμναστ
ες
τα
αγύμναστ
α
γενική
των
αγύμναστ
ων
των
αγύμναστ
ων
των
αγύμναστ
ων
αιτιατική
τους
αγύμναστ
ους
τις
αγύμναστ
ες
τα
αγύμναστ
α
κλητική
αγύμναστ
οι
αγύμναστ
ες
αγύμναστ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
αγύμναστος
<
α-
στερητικό +
γυμνάζω
+ κατάληξη ρηματικών επιθέτων
-τος
Επίθετο
επεξεργασία
αγύμναστος -η -ο
που δεν έχει
γυμναστεί
αρκετά, που δεν είναι
γυμνασμένος
Δείτε επίσης
επεξεργασία
σφιχτός
πλαδαρός
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αγύμναστος
αγγλικά
:
untrained
(en)