σφιχτός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | σφιχτός | η | σφιχτή | το | σφιχτό |
γενική | του | σφιχτού | της | σφιχτής | του | σφιχτού |
αιτιατική | τον | σφιχτό | τη | σφιχτή | το | σφιχτό |
κλητική | σφιχτέ | σφιχτή | σφιχτό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | σφιχτοί | οι | σφιχτές | τα | σφιχτά |
γενική | των | σφιχτών | των | σφιχτών | των | σφιχτών |
αιτιατική | τους | σφιχτούς | τις | σφιχτές | τα | σφιχτά |
κλητική | σφιχτοί | σφιχτές | σφιχτά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
- σφιχτός < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική σφικτός (σταθερός) με ανομοίωση του τρόπου άρθρωσης [kt] > [xt] < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική σφιγκτός [1] < σφίγγω, σφιγκ- + -τός
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /sfiˈxtos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σφι‐χτός
Επίθετο επεξεργασία
σφιχτός, -ή, -ό
- που περιβάλλει και κρατά κάτι ή κάποιον δυνατά, πιέζοντας, ώστε να μην μπορεί να κινηθεί
- που έχει σφιχτεί πολύ, που δεν ανοίγεται ή λύνεται εύκολα
- που περιέχει υγρασία σε μικρό βαθμό
- που έχει εξασκηθεί πολύ
- ↪ σφιχτοί μύωνες: μύωνες
- ≈ συνώνυμα: γερός, γεροδεμένος
- (μεταφορικά) που δεν ξοδεύει εύκολα, που προσέχει υπερβολικά τα χρήματά του
- ↪ ο γέρος είναι πολύ σφιχτός
- ≈ συνώνυμα: σφιχτοχέρης, τσιγγούνης, φιλάργυρος
- ≠ αντώνυμα: ανοιχτός, ανοιχτοχέρης
Συγγενικά επεξεργασία
θέμα σφιχτ-
→ και δείτε τη λέξη σφίγγω
Σύνθετα επεξεργασία
(Χρειάζεται επεξεργασία)
- σφιχτ- - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ σφιχτός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας