σφιχτός
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- σφιχτός < αρχαία ελληνική σφιγκτός
ΕπίθετοΕπεξεργασία
σφιχτός
- που περιβάλλει και κρατά κάτι ή κάποιον δυνατά, πιέζοντας, ώστε να μην μπορεί να κινηθεί
- που έχει σφιχτεί πολύ, που δεν ανοίγεται ή λύνεται εύκολα
- που περιέχει υγρασία σε μικρό βαθμό
- σφιχτά αυγά: αυγά που έχουν βράσει πολλή ώρα
- σφιχτή σάλτσα: σάλτσα που έχει δέσει καλά
- ≈ συνώνυμα: πηχτός, πυκνός
- ≠ αντώνυμα: αραιός, μαλακός
- που έχει εξασκηθεί πολύ
- σφιχτοί μύωνες: μύωνες
- ≈ συνώνυμα: γερός, γεροδεμένος
- (μεταφορικά) που δεν ξοδεύει εύκολα, που προσέχει υπερβολικά τα χρήματά του
- ο γέρος είναι πολύ σφιχτός
- ≈ συνώνυμα: σφιχτοχέρης, τσιγγούνης, φιλάργυρος
- ≠ αντώνυμα: ανοιχτός, ανοιχτοχέρης