τσιγγούνης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | τσιγγούνης | η | τσιγγούνα | το | τσιγγούνικο |
γενική | του | τσιγγούνη | της | τσιγγούνας | του | τσιγγούνικου |
αιτιατική | τον | τσιγγούνη | την | τσιγγούνα | το | τσιγγούνικο |
κλητική | τσιγγούνη | τσιγγούνα | τσιγγούνικο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | τσιγγούνηδες | οι | τσιγγούνες | τα | τσιγγούνικα |
γενική | των | τσιγγούνηδων | — | των | τσιγγούνικων | |
αιτιατική | τους | τσιγγούνηδες | τις | τσιγγούνες | τα | τσιγγούνικα |
κλητική | τσιγγούνηδες | τσιγγούνες | τσιγγούνικα | |||
To ουδέτερο, από τα επίθετα σε -ικος. Το αρσενικό και το θηλυκό, και ως ουσιαστικά. | ||||||
Κατηγορία όπως «ζηλιάρης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίατσιγγούνης, -α, -ικο
Συγγενικά
επεξεργασία- Τσιγγούνης (επώνυμο)
- τσιγγούναρος
- τσιγγουνεύομαι
- τσιγγουνιά
- τσιγγούνικα
- τσιγγούνικος
- → δείτε τη λέξη τσιγγάνος