Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
τσιγγούνικος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
τσιγγούνικ
ος
η
τσιγγούνικ
η
το
τσιγγούνικ
ο
γενική
του
τσιγγούνικ
ου
της
τσιγγούνικ
ης
του
τσιγγούνικ
ου
αιτιατική
τον
τσιγγούνικ
ο
την
τσιγγούνικ
η
το
τσιγγούνικ
ο
κλητική
τσιγγούνικ
ε
τσιγγούνικ
η
τσιγγούνικ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
τσιγγούνικ
οι
οι
τσιγγούνικ
ες
τα
τσιγγούνικ
α
γενική
των
τσιγγούνικ
ων
των
τσιγγούνικ
ων
των
τσιγγούνικ
ων
αιτιατική
τους
τσιγγούνικ
ους
τις
τσιγγούνικ
ες
τα
τσιγγούνικ
α
κλητική
τσιγγούνικ
οι
τσιγγούνικ
ες
τσιγγούνικ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Επίθετο
επεξεργασία
τσιγγούνικος, -η, -ο
→
δείτε
τη λέξη
τσιγκούνικος
Συγγενικά
επεξεργασία
τσιγγούνης
τσιγγουνιά
τσιγγούνικα