τσιγγουνιά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | τσιγγουνιά | οι | τσιγγουνιές |
γενική | της | τσιγγουνιάς | των | τσιγγουνιών |
αιτιατική | την | τσιγγουνιά | τις | τσιγγουνιές |
κλητική | τσιγγουνιά | τσιγγουνιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουσιαστικό
επεξεργασίατσιγγουνιά θηλυκό
- → δείτε τη λέξη τσιγκουνιά