τσιγκουνιά
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- τσιγκουνιά < τσιγκούν(ης) + -ιά
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /ʦiŋ.gu.ˈnia/
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
τσιγκουνιά θηλυκό
- το να είναι κάποιος τσιγκούνης, η ιδιότητα του τσιγκούνη
- ≈ συνώνυμα: καρμιριά, φιλαργυρία
- ≠ αντώνυμα: σπατάλη
- (στον πληθυντικό) τσιγκουνιές: χαρακτηριστικές ενέργειες και εκδηλώσεις ενός τσιγκούνη
Επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη τσιγκούνης