καρμιριά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | καρμιριά | οι | καρμιριές |
γενική | της | καρμιριάς | των | καρμιριών |
αιτιατική | την | καρμιριά | τις | καρμιριές |
κλητική | καρμιριά | καρμιριές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίακαρμιριά θηλυκό