τσιγγάνος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τσιγγάνος < μεσαιωνική ελληνική ἀτσίγγανος < (ελληνιστική κοινή) ἀθίγγανος (που δεν ακουμπά) < ἀ- + αρχαία ελληνική θιγγάνω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *dʰeyǵʰ- (ζυμώνω, δίνω μορφή)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /t͡siŋˈɡa.nos/
Ουσιαστικό
επεξεργασίατσιγγάνος αρσενικό