Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /tsi.ɡan/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
tsigane tsiganes

tsigane (fr) και tzigane αρσενικό ή θηλυκό

  1. ο τσιγγάνος
  2. (αρσενικό) ινδο-ευρωπαϊκή γλώσσα που έχει πάρει στοιχεία από τα ελληνικά και άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες

  Επίθετο επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
tsigane tsiganes

tsigane (fr) και tzigane αρσενικό ή θηλυκό

  1. σχετικός με τους τσιγγάνους

Δείτε επίσης επεξεργασία