Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
μανιχαϊκός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
μανιχαϊκ
ός
η
μανιχαϊκ
ή
το
μανιχαϊκ
ό
γενική
του
μανιχαϊκ
ού
της
μανιχαϊκ
ής
του
μανιχαϊκ
ού
αιτιατική
τον
μανιχαϊκ
ό
τη
μανιχαϊκ
ή
το
μανιχαϊκ
ό
κλητική
μανιχαϊκ
έ
μανιχαϊκ
ή
μανιχαϊκ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
μανιχαϊκ
οί
οι
μανιχαϊκ
ές
τα
μανιχαϊκ
ά
γενική
των
μανιχαϊκ
ών
των
μανιχαϊκ
ών
των
μανιχαϊκ
ών
αιτιατική
τους
μανιχαϊκ
ούς
τις
μανιχαϊκ
ές
τα
μανιχαϊκ
ά
κλητική
μανιχαϊκ
οί
μανιχαϊκ
ές
μανιχαϊκ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
μανιχαϊκός
<
Μανιχαίος
Επίθετο
επεξεργασία
μανιχαϊκός,ή,ό
σχετικός με το
μανιχαϊσμό
Μεταφράσεις
επεξεργασία
μανιχαϊκός
αγγλικά
:
Manichean
(en)