Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κατσίβελος οι κατσίβελοι
      γενική του κατσίβελου των κατσίβελων
    αιτιατική τον κατσίβελο τους κατσίβελους
     κλητική κατσίβελε κατσίβελοι
Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κατσίβελος < μεσαιωνική ελληνική κατσίβελος < ιταλική cattivello < cattivo (σκλάβος, δυστυχής) < υστερολατινική λατινική captivellus < λατινική captivus [1]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κατσίβελος αρσενικό (θηλυκό: κατσιβέλα)

  1. ο γύφτος, ο τσιγγάνος
  2. (μεταφορικά) άνθρωπος πολύ μαυριδερός
  3. (μειωτικό) ο απολίτιστος, ο άξεστος

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 

  Πηγές επεξεργασία