κατσιβέλα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κατσιβέλα | οι | κατσιβέλες |
γενική | της | κατσιβέλας | — | |
αιτιατική | την | κατσιβέλα | τις | κατσιβέλες |
κλητική | κατσιβέλα | κατσιβέλες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κατσιβέλα < κατσίβελ(ος) + -α
Ουσιαστικό
επεξεργασίακατσιβέλα θηλυκό
- θηλυκό του κατσίβελος, η τσιγγάνα, η γύφτισσα
- ※ Όμορφή μου κατσιβέλα, / στο τσαντίρι σου μην πας, / να σε χάσει, να σε χάσει / ο τσιγγάνος π’ αγαπάς. (από τραγούδι του Γιώργου Μητσάκη)
- ※ Και τα φρούτα το ίδιο, απ' έξω ωραία και μέσα χωρίς γεύση. Δοκίμασα ροδάκινα και βερίκοκα με ωραία εμφάνιση και δεν τρώγονταν. Όλα είναι απ' έξω "μπέλα" και από μέσα "κατσιβέλα". (Αλέκος Φασιανός, Το μάτι του ζωγράφου, εκδόσεις Καστανιώτη, 1η έκδοση, σελ.84)