Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γύφτισσα οι γύφτισσες
      γενική της γύφτισσας των γυφτισσών
    αιτιατική τη γύφτισσα τις γύφτισσες
     κλητική γύφτισσα γύφτισσες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

γύφτισσα < γύφτος + κατάληξη θηλυκού -ισσα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

γύφτισσα θηλυκό

→ δείτε τη λέξη  γύφτος

  Μεταφράσεις επεξεργασία