πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δυστυχής η δυστυχής το δυστυχές
      γενική του δυστυχούς* της δυστυχούς του δυστυχούς
    αιτιατική τον δυστυχή τη δυστυχή το δυστυχές
     κλητική δυστυχή(ς) δυστυχής δυστυχές
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δυστυχείς οι δυστυχείς τα δυστυχή
      γενική των δυστυχών των δυστυχών των δυστυχών
    αιτιατική τους δυστυχείς τις δυστυχείς τα δυστυχή
     κλητική δυστυχείς δυστυχείς δυστυχή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ði.stiˈçis/ αρσενικό ή θηλυκό
ΔΦΑ : /ði.stiˈçes/ ουδέτερο