ευτυχής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ευτυχής | η | ευτυχής | το | ευτυχές |
γενική | του | ευτυχούς* | της | ευτυχούς | του | ευτυχούς |
αιτιατική | τον | ευτυχή | την | ευτυχή | το | ευτυχές |
κλητική | ευτυχή(ς) | ευτυχής | ευτυχές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ευτυχείς | οι | ευτυχείς | τα | ευτυχή |
γενική | των | ευτυχών | των | ευτυχών | των | ευτυχών |
αιτιατική | τους | ευτυχείς | τις | ευτυχείς | τα | ευτυχή |
κλητική | ευτυχείς | ευτυχείς | ευτυχή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ευτυχής < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική εὐτυχής[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /e.ftiˈçis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ευ‐τυ‐χής
Επίθετο
επεξεργασίαευτυχής, -ής, -ές, συγκριτικός : ευτυχέστερος, υπερθετικός : ευτυχέστατος
- που αισθάνεται ευτυχία
- ≈ συνώνυμα: ευτυχισμένος
- ≠ αντώνυμα: δυστυχής
- που προκαλεί ευτυχία
- που έχει ευνοηθεί από την τύχη
- που είναι σύμφωνος με τις προσδοκίες, επιτυχημένος
Εκφράσεις
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τις λέξεις τυγχάνω και τύχη
Μεταφράσεις
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις ευ, ευτυχισμένος και τυχερός
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ ευτυχής - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας