Εὐτυχίς
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Εὐτῠχιδ- | ||||||||
ονομαστική | ἡ | Εὐτυχίς | αἱ | Εὐτυχίδες | ||||
γενική | τῆς | Εὐτυχίδος | τῶν | Εὐτυχίδων | ||||
δοτική | τῇ | Εὐτυχίδῐ | ταῖς | Εὐτυχίσῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | Εὐτυχίδᾰ | τὰς | Εὐτυχίδᾰς | ||||
κλητική ὦ! | Εὐτυχίς* | Εὐτυχίδες | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Εὐτυχίδε | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | Εὐτυχίδοιν | ||||||
Με βραχύ γιώτα στο θέμα -ίς -ίδος. * Κατά τη Γραμματική του Smyth, η κλητική ενικού χωρίς το -ς Συνήθως στον ενικό. | ||||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'πατρίς' όπως «πατρίς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Εὐτυχίς (ελληνιστική κοινή) < Μορφολογικά αναλύεται σε αρχαία ελληνική (εὐτυχία), εὐτυχ(ής) + -ίς • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΕὐτυχίς θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη εὐτυχής
Πηγές
επεξεργασία- Εὐτυχίς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.