Δείτε επίσης: Ευτύχης, ευτυχής
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
Εὐτῠχιδ-
ονομαστική Εὐτυχίς αἱ Εὐτυχίδες
      γενική τῆς Εὐτυχίδος τῶν Εὐτυχίδων
      δοτική τῇ Εὐτυχίδ ταῖς Εὐτυχίσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν Εὐτυχίδ τὰς Εὐτυχίδᾰς
     κλητική ! Εὐτυχίς* Εὐτυχίδες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Εὐτυχίδε
γεν-δοτ τοῖν  Εὐτυχίδοιν
Με βραχύ γιώτα στο θέμα -ίς -ίδος.
* Κατά τη Γραμματική του Smyth, η κλητική ενικού χωρίς το
Συνήθως στον ενικό.
3η κλίση, Κατηγορία 'πατρίς' όπως «πατρίς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Εὐτυχίς (ελληνιστική κοινή) < Μορφολογικά αναλύεται σε αρχαία ελληνική (εὐτυχία), εὐτυχ(ής) + -ίς • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Εὐτυχίς θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη εὐτυχής