τρισευτυχισμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- τρισευτυχισμένος < τρις + ευτυχισμένος
Μετοχή επεξεργασία
τρισευτυχισμένος, -η, -ο
- πάρα πολύ ευτυχισμένος
Μεταφράσεις επεξεργασία
τρισευτυχισμένος
|
τρισευτυχισμένος, -η, -ο
|