ευτυχισμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
ευτυχισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ευτυχώ
Μετοχή επεξεργασία
ευτυχισμένος -η -ο
- που αισθάνεται ευτυχία
- από τότε που γύρισε ο γιος της, είναι και πάλι ευτυχισμένη
- που φέρει τα σημάδια της ευτυχίας
- ευτυχισμένα χαμόγελα
- που χαρακτηρίζεται από ευτυχία
- ευτυχισμένα χρόνια