mutlu
Τουρκικά (tr)
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
Επίθετο
επεξεργασία
mutlu (tr)
- ευτυχισμένος, χαρούμενος
- ευτυχής, χαρούμενος, που προκαλεί ευτυχία
- ⮡ mutlu bir olay — ένα χαρούμενο περιστατικό
- καλός, πρώτο συνθετικό σε φράσεις και λέξεις με την έννοια της ευχής να είναι καλό ή που έχει ήδη την ιδιότητα του καλού