Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /mutˈɫu/

  Επίθετο

επεξεργασία

mutlu (tr)

  1. ευτυχισμένος, χαρούμενος
    ⮡  istediğini aldın, şimdi mutlu musun? — έχεις αυτό που θέλεις, είσαι ευτυχισμένος τώρα;
     συνώνυμα: bahtiyar, berhudar, mesut, saadetli (όλα είναι παρωχημένα)
  2. ευτυχής, χαρούμενος, που προκαλεί ευτυχία
    ⮡  mutlu bir olay — ένα χαρούμενο περιστατικό
  3. καλός, πρώτο συνθετικό σε φράσεις και λέξεις με την έννοια της ευχής να είναι καλό ή που έχει ήδη την ιδιότητα του καλού
    ⮡  mutlu Noeller!καλά Χριστούγεννα
     συνώνυμα: iyi (σε μερικές φράσεις)

Παράγωγα

επεξεργασία