μακάριος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | μακάριος | η | μακάρια | το | μακάριο |
γενική | του | μακάριου | της | μακάριας | του | μακάριου |
αιτιατική | τον | μακάριο | τη | μακάρια | το | μακάριο |
κλητική | μακάριε | μακάρια | μακάριο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | μακάριοι | οι | μακάριες | τα | μακάρια |
γενική | των | μακάριων | των | μακάριων | των | μακάριων |
αιτιατική | τους | μακάριους | τις | μακάριες | τα | μακάρια |
κλητική | μακάριοι | μακάριες | μακάρια | |||
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μακάριος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική μακάριος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /maˈka.ɾi.os/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μα‐κά‐ρι‐ος
Επίθετο
επεξεργασίαμακάριος, -α, -ο
- ο ευτυχισμένος, που δεν έχει βάσανα και έγνοιες
- ※ Ἀλλὰ πλὴν τῶν ὑψίστων τῆς τέχνης, ὁ μακάριος οὗτος θυρωρὸς φαίνεται ἰκανώτατος νὰ ἐκτιμήσῃ καὶ ἄλλας ταπεινοτέρας ἀπολαύσεις (Εμμανουήλ Ροΐδης, Ο Αγιοπετρίτης)
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία μακάριος
Πηγές
επεξεργασία- μακάριος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαγένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | ||||
↓ πτώσεις | ενικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
μᾰκᾰριο- | |||||||
ονομαστική | ὁ | μακάριος | ἡ | μακαρίᾱ | τὸ | μακάριον | |
γενική | τοῦ | μακαρίου | τῆς | μακαρίᾱς | τοῦ | μακαρίου | |
δοτική | τῷ | μακαρίῳ | τῇ | μακαρίᾳ | τῷ | μακαρίῳ | |
αιτιατική | τὸν | μακάριον | τὴν | μακαρίᾱν | τὸ | μακάριον | |
κλητική ὦ! | μακάριε | μακαρίᾱ | μακάριον | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | ||||||
ονομαστική | οἱ | μακάριοι | αἱ | μακάριαι | τὰ | μακάριᾰ | |
γενική | τῶν | μακαρίων | τῶν | μακαρίων | τῶν | μακαρίων | |
δοτική | τοῖς | μακαρίοις | ταῖς | μακαρίαις | τοῖς | μακαρίοις | |
αιτιατική | τοὺς | μακαρίους | τὰς | μακαρίᾱς | τὰ | μακάριᾰ | |
κλητική ὦ! | μακάριοι | μακάριαι | μακάριᾰ | ||||
δυϊκός | |||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | μακαρίω | τὼ | μακαρίᾱ | τὼ | μακαρίω | |
γεν-δοτ | τοῖν | μακαρίοιν | τοῖν | μακαρίαιν | τοῖν | μακαρίοιν | |
Σπανιότερα ως δικατάληκτο σε -ος, -ος, -ον. | |||||||
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'λόγιος' όπως «λόγιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Επίθετο
επεξεργασίαμακάριος, -ία, -ιον, συγκριτικός :μακαριώτερος, υπερθετικός : μακαριώτατος
- μακάριος, ευτυχισμένος, καλότυχος
- ※ μακάριος ὅστις νοῦν ἔχων τιμᾷ θεὸν καὶ κέρδος αὐτῷ τοῦτο ποιεῖται μέγα (Eυριπίδης, Αιγεύς, 256)
- (για νεκρούς) μακαρίτης
Παράγωγα
επεξεργασία- μάκαρ
- μακαρίζω
- μακαριότης
- μακαριόω
- μακαριστός
- μακαρίτης
- μακαρίως (επίρρημα)
Πηγές
επεξεργασία- μακάριος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- μακάριος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.