μακαριστός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μακαριστός < αρχαία ελληνική μάκαρ
Επίθετο επεξεργασία
μακαριστός
- που μακαρίζεται· χρησιμοποιείται για αποβιώσαντες κληρικούς
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
μακαριστός
|