μακαρίζομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαμακαρίζομαι
- παθητική φωνή του ρήματος μακαρίζω
Κλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | μακαρίζομαι | μακαριζόμουν(α) | θα μακαρίζομαι | να μακαρίζομαι | ||
β' ενικ. | μακαρίζεσαι | μακαριζόσουν(α) | θα μακαρίζεσαι | να μακαρίζεσαι | (μακαρίζου) | |
γ' ενικ. | μακαρίζεται | μακαριζόταν(ε) | θα μακαρίζεται | να μακαρίζεται | ||
α' πληθ. | μακαριζόμαστε | μακαριζόμαστε μακαριζόμασταν |
θα μακαριζόμαστε | να μακαριζόμαστε | ||
β' πληθ. | μακαρίζεστε | μακαριζόσαστε μακαριζόσασταν |
θα μακαρίζεστε | να μακαρίζεστε | (μακαρίζεστε) | |
γ' πληθ. | μακαρίζονται | μακαρίζονταν μακαριζόντουσαν |
θα μακαρίζονται | να μακαρίζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | μακαρίστηκα | θα μακαριστώ | να μακαριστώ | μακαριστεί | ||
β' ενικ. | μακαρίστηκες | θα μακαριστείς | να μακαριστείς | μακαρίσου | ||
γ' ενικ. | μακαρίστηκε | θα μακαριστεί | να μακαριστεί | |||
α' πληθ. | μακαριστήκαμε | θα μακαριστούμε | να μακαριστούμε | |||
β' πληθ. | μακαριστήκατε | θα μακαριστείτε | να μακαριστείτε | μακαριστείτε | ||
γ' πληθ. | μακαρίστηκαν μακαριστήκαν(ε) |
θα μακαριστούν(ε) | να μακαριστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω μακαριστεί | είχα μακαριστεί | θα έχω μακαριστεί | να έχω μακαριστεί | μακαρισμένος | |
β' ενικ. | έχεις μακαριστεί | είχες μακαριστεί | θα έχεις μακαριστεί | να έχεις μακαριστεί | ||
γ' ενικ. | έχει μακαριστεί | είχε μακαριστεί | θα έχει μακαριστεί | να έχει μακαριστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε μακαριστεί | είχαμε μακαριστεί | θα έχουμε μακαριστεί | να έχουμε μακαριστεί | ||
β' πληθ. | έχετε μακαριστεί | είχατε μακαριστεί | θα έχετε μακαριστεί | να έχετε μακαριστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν μακαριστεί | είχαν μακαριστεί | θα έχουν μακαριστεί | να έχουν μακαριστεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία μακαρίζομαι
|