μακαρίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μακαρίζω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική μακαρίζω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ma.kaˈɾi.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μα‐κα‐ρί‐ζω
Ρήμα
επεξεργασίαμακαρίζω, αόρ.: μακάρισα, παθ.φωνή: μακαρίζομαι, π.αόρ.: μακαρίστηκα, μτχ.π.π.: μακαρισμένος
- καλοτυχίζω, θεωρώ κάποιον μακάριο, καλότυχο
- όλοι τον μακαρίζουν για τα καλά παιδιά του
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη μακάριος
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | μακαρίζω | μακάριζα | θα μακαρίζω | να μακαρίζω | μακαρίζοντας | |
β' ενικ. | μακαρίζεις | μακάριζες | θα μακαρίζεις | να μακαρίζεις | μακάριζε | |
γ' ενικ. | μακαρίζει | μακάριζε | θα μακαρίζει | να μακαρίζει | ||
α' πληθ. | μακαρίζουμε | μακαρίζαμε | θα μακαρίζουμε | να μακαρίζουμε | ||
β' πληθ. | μακαρίζετε | μακαρίζατε | θα μακαρίζετε | να μακαρίζετε | μακαρίζετε | |
γ' πληθ. | μακαρίζουν(ε) | μακάριζαν μακαρίζαν(ε) |
θα μακαρίζουν(ε) | να μακαρίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | μακάρισα | θα μακαρίσω | να μακαρίσω | μακαρίσει | ||
β' ενικ. | μακάρισες | θα μακαρίσεις | να μακαρίσεις | μακάρισε | ||
γ' ενικ. | μακάρισε | θα μακαρίσει | να μακαρίσει | |||
α' πληθ. | μακαρίσαμε | θα μακαρίσουμε | να μακαρίσουμε | |||
β' πληθ. | μακαρίσατε | θα μακαρίσετε | να μακαρίσετε | μακαρίστε | ||
γ' πληθ. | μακάρισαν μακαρίσαν(ε) |
θα μακαρίσουν(ε) | να μακαρίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω μακαρίσει | είχα μακαρίσει | θα έχω μακαρίσει | να έχω μακαρίσει | ||
β' ενικ. | έχεις μακαρίσει | είχες μακαρίσει | θα έχεις μακαρίσει | να έχεις μακαρίσει | ||
γ' ενικ. | έχει μακαρίσει | είχε μακαρίσει | θα έχει μακαρίσει | να έχει μακαρίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε μακαρίσει | είχαμε μακαρίσει | θα έχουμε μακαρίσει | να έχουμε μακαρίσει | ||
β' πληθ. | έχετε μακαρίσει | είχατε μακαρίσει | θα έχετε μακαρίσει | να έχετε μακαρίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν μακαρίσει | είχαν μακαρίσει | θα έχουν μακαρίσει | να έχουν μακαρίσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | μακαρίζομαι | μακαριζόμουν(α) | θα μακαρίζομαι | να μακαρίζομαι | ||
β' ενικ. | μακαρίζεσαι | μακαριζόσουν(α) | θα μακαρίζεσαι | να μακαρίζεσαι | ||
γ' ενικ. | μακαρίζεται | μακαριζόταν(ε) | θα μακαρίζεται | να μακαρίζεται | ||
α' πληθ. | μακαριζόμαστε | μακαριζόμαστε μακαριζόμασταν |
θα μακαριζόμαστε | να μακαριζόμαστε | ||
β' πληθ. | μακαρίζεστε | μακαριζόσαστε μακαριζόσασταν |
θα μακαρίζεστε | να μακαρίζεστε | (μακαρίζεστε) | |
γ' πληθ. | μακαρίζονται | μακαρίζονταν μακαριζόντουσαν |
θα μακαρίζονται | να μακαρίζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | μακαρίστηκα | θα μακαριστώ | να μακαριστώ | μακαριστεί | ||
β' ενικ. | μακαρίστηκες | θα μακαριστείς | να μακαριστείς | μακαρίσου | ||
γ' ενικ. | μακαρίστηκε | θα μακαριστεί | να μακαριστεί | |||
α' πληθ. | μακαριστήκαμε | θα μακαριστούμε | να μακαριστούμε | |||
β' πληθ. | μακαριστήκατε | θα μακαριστείτε | να μακαριστείτε | μακαριστείτε | ||
γ' πληθ. | μακαρίστηκαν μακαριστήκαν(ε) |
θα μακαριστούν(ε) | να μακαριστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω μακαριστεί | είχα μακαριστεί | θα έχω μακαριστεί | να έχω μακαριστεί | μακαρισμένος | |
β' ενικ. | έχεις μακαριστεί | είχες μακαριστεί | θα έχεις μακαριστεί | να έχεις μακαριστεί | ||
γ' ενικ. | έχει μακαριστεί | είχε μακαριστεί | θα έχει μακαριστεί | να έχει μακαριστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε μακαριστεί | είχαμε μακαριστεί | θα έχουμε μακαριστεί | να έχουμε μακαριστεί | ||
β' πληθ. | έχετε μακαριστεί | είχατε μακαριστεί | θα έχετε μακαριστεί | να έχετε μακαριστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν μακαριστεί | είχαν μακαριστεί | θα έχουν μακαριστεί | να έχουν μακαριστεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι μακαρισμένος - είμαστε, είστε, είναι μακαρισμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν μακαρισμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν μακαρισμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι μακαρισμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι μακαρισμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι μακαρισμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι μακαρισμένοι |
Μεταφράσεις
επεξεργασία μακαρίζω
|
Αναφορές
επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη μακάριος
Πηγές
επεξεργασία- μακαρίζω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- μακαρίζω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.