καλοτυχίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καλοτυχίζω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική καλοτυχίζω < καλότυχος < καλο- + τύχη
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ka.lo.tiˈçi.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐λο‐τυ‐χί‐ζω
Ρήμα
επεξεργασίακαλοτυχίζω, αόρ.: καλοτύχισα, μτχ.π.π.: καλοτυχισμένος (χωρίς παθητική φωνή)
Αντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- καλοτύχισμα
- → και δείτε τις λέξεις καλότυχος, καλός και τύχη
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | καλοτυχίζω | καλοτύχιζα | θα καλοτυχίζω | να καλοτυχίζω | καλοτυχίζοντας | |
β' ενικ. | καλοτυχίζεις | καλοτύχιζες | θα καλοτυχίζεις | να καλοτυχίζεις | καλοτύχιζε | |
γ' ενικ. | καλοτυχίζει | καλοτύχιζε | θα καλοτυχίζει | να καλοτυχίζει | ||
α' πληθ. | καλοτυχίζουμε | καλοτυχίζαμε | θα καλοτυχίζουμε | να καλοτυχίζουμε | ||
β' πληθ. | καλοτυχίζετε | καλοτυχίζατε | θα καλοτυχίζετε | να καλοτυχίζετε | καλοτυχίζετε | |
γ' πληθ. | καλοτυχίζουν(ε) | καλοτύχιζαν καλοτυχίζαν(ε) |
θα καλοτυχίζουν(ε) | να καλοτυχίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | καλοτύχισα | θα καλοτυχίσω | να καλοτυχίσω | καλοτυχίσει | ||
β' ενικ. | καλοτύχισες | θα καλοτυχίσεις | να καλοτυχίσεις | καλοτύχισε | ||
γ' ενικ. | καλοτύχισε | θα καλοτυχίσει | να καλοτυχίσει | |||
α' πληθ. | καλοτυχίσαμε | θα καλοτυχίσουμε | να καλοτυχίσουμε | |||
β' πληθ. | καλοτυχίσατε | θα καλοτυχίσετε | να καλοτυχίσετε | καλοτυχίστε | ||
γ' πληθ. | καλοτύχισαν καλοτυχίσαν(ε) |
θα καλοτυχίσουν(ε) | να καλοτυχίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω καλοτυχίσει | είχα καλοτυχίσει | θα έχω καλοτυχίσει | να έχω καλοτυχίσει | ||
β' ενικ. | έχεις καλοτυχίσει | είχες καλοτυχίσει | θα έχεις καλοτυχίσει | να έχεις καλοτυχίσει | ||
γ' ενικ. | έχει καλοτυχίσει | είχε καλοτυχίσει | θα έχει καλοτυχίσει | να έχει καλοτυχίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε καλοτυχίσει | είχαμε καλοτυχίσει | θα έχουμε καλοτυχίσει | να έχουμε καλοτυχίσει | ||
β' πληθ. | έχετε καλοτυχίσει | είχατε καλοτυχίσει | θα έχετε καλοτυχίσει | να έχετε καλοτυχίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν καλοτυχίσει | είχαν καλοτυχίσει | θα έχουν καλοτυχίσει | να έχουν καλοτυχίσει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (αμετάβατοι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι καλοτυχισμένος - είμαστε, είστε, είναι καλοτυχισμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν καλοτυχισμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν καλοτυχισμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι καλοτυχισμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι καλοτυχισμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι καλοτυχισμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι καλοτυχισμένοι |
Μεταφράσεις
επεξεργασία καλοτυχίζω
|