μακαρισμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μακαρισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου μακαρίζω
Μετοχή
επεξεργασίαμακαρισμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη μακαρίζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία μακαρισμένος
|
μακαρισμένος, -η, -ο
|