μακαρίτης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μακαρίτης < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική μακαρίτης
Ουσιαστικό επεξεργασία
μακαρίτης αρσενικό (θηλυκό: μακαρίτισσα)
- ο πεθαμένος· χαρακτηρισμός, αναφορά σε άνθρωπο που έχει αποβιώσει (λέγεται συνήθως με συμπάθεια ή ευχετικά)
- ↪ Να σ' άκουγε τώρα ο μακαρίτης ο πατέρας σου, θα έσκαγε από το θυμό του!
Συνώνυμα επεξεργασία
ουσιστικοποιημένα:
- αείμνηστος (πάντα ως θετική αποτίμηση)
- συγχωρεμένος
Συγγενικά επεξεργασία
- μακαριστός
- → δείτε τη λέξη μακάριος
Εκφράσεις επεξεργασία
- στις εννιά του μακαρίτη (άλλος μπήκε/μπαίνει μες' στο σπίτι)
Μεταφράσεις επεξεργασία
μακαρίτης
Πηγές επεξεργασία
- μακαρίτης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- «μακαρίτης», στα Δελτία Γεωργακά. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.