μακαρίτισσα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μακαρίτισσα < μακαρίτ(ης) + κατάληξη θηλυκού -ισσα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμακαρίτισσα θηλυκό
- θηλυκό του μακαρίτης
- ※ Μονάχα μια βιβλιοθήκη του πατέρα του κράτηξε ο Κοσμάς και ένα σκρίνιο, που 'βανε η μακαρίτισσα η μάνα του τις πορσελάνες και τα κρύσταλλά της. (Γωγώ Ατζολετάκη, Η φίλη σου, Ροζαλία, Εκδόσεις Ιωλκός, 2015 [1])
Μεταφράσεις
επεξεργασίαγια γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε μακαρίτης
μακαρίτισσα
|