μακαρία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | μακαρίᾱ | αἱ | μακαρίαι |
γενική | τῆς | μακαρίᾱς | τῶν | μακαριῶν |
δοτική | τῇ | μακαρίᾳ | ταῖς | μακαρίαις |
αιτιατική | τὴν | μακαρίᾱν | τὰς | μακαρίᾱς |
κλητική ὦ! | μακαρίᾱ | μακαρίαι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | μακαρίᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | μακαρίαιν | ||
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μακαρία < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμακαρία θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασίαΕκφράσεις
επεξεργασία- ἄπαγ' ἐς μακαρίαν: άντε στην ευχή
- ※ 5ος/4ος αιώνας πκε ⌘ Αριστοφάνης, Ἱππῆς, 1151
- ἄπαγ᾽ ἐς μακαρίαν ἐκποδών.
- Άι στα κομμάτια κι άσε μας ήσυχους!
- Μετάφραση (2005), Ηλίας Σπυρόπουλος @greek‑language.gr
- ἄπαγ᾽ ἐς μακαρίαν ἐκποδών.
- ※ 5ος/4ος αιώνας πκε ⌘ Αριστοφάνης, Ἱππῆς, 1151
- βάλλ' ἐς μακαρίαν: να πάρει η ευχή
- ※ 5ος/4oς αιώνας πκε ⌘ Πλάτων, Ἵππίας μείζων, 293a
- Τί τοῦτο; βάλλ᾽ ἐς μακαρίαν. τοῦ ἀνθρώπου οὐδ᾽ εὔφημα, ὦ Σώκρατες, ταῦτά γε τὰ ἐρωτήματα.
- Τί είναι πάλι αυτό; Να πάρει η ευχή! Τούτα που ρωτάει ο άνθρωπος αυτός ούτε καν ευσέβεια στους θεούς δείχνουν!
- Μετάφραση (1973), Χρήστος Καρούζος & Ι.Θ. Κακριδής @greek‑language.gr
- Τί τοῦτο; βάλλ᾽ ἐς μακαρίαν. τοῦ ἀνθρώπου οὐδ᾽ εὔφημα, ὦ Σώκρατες, ταῦτά γε τὰ ἐρωτήματα.
- ※ 5ος/4oς αιώνας πκε ⌘ Πλάτων, Ἵππίας μείζων, 293a
- αἱ μακαρίαι: ανοησίες
- κεναὶ μακαρίαι: ανοησίες
Πηγές
επεξεργασία- μακαρία - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- μακαρία - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.