Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μακαρισμός οι μακαρισμοί
      γενική του μακαρισμού των μακαρισμών
    αιτιατική τον μακαρισμό τους μακαρισμούς
     κλητική μακαρισμέ μακαρισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μακαρισμός < ελληνιστική κοινή μακαρισμός (στον πληθυντικό: μακαρισμοί) < αρχαία ελληνική μακαρισμός (ευλογία, έπαινος)[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ma.ka.ɾiˈzmos/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μακαρισμός αρσενικό συνήθως στον πληθυντικό

  • (θρησκεία) φράση της «Επί του όρους Ομιλίας» του Ιησού που αρχίζει με την έκφραση «μακάριοι οι ...»
    Ο πέμπτος μακαρισμός μιλάει για τους ελεήμονες: Μακάριοι οἱ ἐλεήμονες, ὅτι αὐτοί ἐλεηθήσονται.

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μακαρισμός < μακαρ- (μάκαρ) + -ισμός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μᾰκᾰρισμός αρσενικό

  1. η ενέργεια του ρήματος μακαρίζω, το να αποκαλείς κάποιον μακάριο, ευτυχισμένο, για κάποια ιδιότητά του
    ※  καὶ τὸν ὄγκον τοῦ πλήθους οὐκ ἐκπληττόμενος ὑπὸ τοῦ τῶν πολλῶν μακαρισμοῦ ἄπειρον αὐξήσει, ἀπέραντα κακὰ ἔχων; (Πλάτων, Πολιτεία, 591d)
    και το μέγεθος (του πλούτου του) θα το αυξήσει, παραζαλισμένος από την επιδοκιμασία του πλήθους, προκαλώντας στον εαυτό του άπειρα κακά;
  2. (ελληνιστική κοινή) στον πληθυντικό οι μακαρισμοί, από τις φράσεις του Ιησού

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία