Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πανευτυχής η πανευτυχής το πανευτυχές
      γενική του πανευτυχούς* της πανευτυχούς του πανευτυχούς
    αιτιατική τον πανευτυχή την πανευτυχή το πανευτυχές
     κλητική πανευτυχή(ς) πανευτυχής πανευτυχές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πανευτυχείς οι πανευτυχείς τα πανευτυχή
      γενική των πανευτυχών των πανευτυχών των πανευτυχών
    αιτιατική τους πανευτυχείς τις πανευτυχείς τα πανευτυχή
     κλητική πανευτυχείς πανευτυχείς πανευτυχή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

πανευτυχής < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική πανευτυχής < παν- + εὐτυχής (ευτυχής)[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /pa.ne.ftiˈçis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πα‐νευ‐τυ‐χής
παλιότερος συλλαβισμός: παν‐ευ‐τυ‐χής

  Επίθετο επεξεργασία

πανευτυχής, -ής, -ές (χωρίς παραθετικά)

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

πανευτυχής λέξη του 11ου αιώνα < παν- + εὐτυχής (ευτυχής) [1]

  Επίθετο επεξεργασία

πανευτυχής, υπερθετικός:  πανευτυχέστατος

  1. (επιτατικό επίθετο) πανευτυχής
  2. (προσωνυμία) βασιλέων, ευγενών
  3. (για νεκρό) αξιομακάριστος
  4. (για στρατό) νικηφόρος
  5. (για τοξότη) ικανότατος

Κλιτικοί τύποι επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη εὐτυχής

  Αναφορές επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία