πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πανευτυχής η πανευτυχής το πανευτυχές
      γενική του πανευτυχούς* της πανευτυχούς του πανευτυχούς
    αιτιατική τον πανευτυχή την πανευτυχή το πανευτυχές
     κλητική πανευτυχή(ς) πανευτυχής πανευτυχές
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πανευτυχείς οι πανευτυχείς τα πανευτυχή
      γενική των πανευτυχών των πανευτυχών των πανευτυχών
    αιτιατική τους πανευτυχείς τις πανευτυχείς τα πανευτυχή
     κλητική πανευτυχείς πανευτυχείς πανευτυχή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία
ΔΦΑ : /pa.ne.ftiˈçis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πανευτυχής
παλιότερος συλλαβισμός: πανευτυχής

Αναφορές

επεξεργασία

Ετυμολογία

επεξεργασία
πανευτυχής λέξη του 11ου αιώνα < παν- + εὐτυχής (ευτυχής) [1]

πανευτυχής, υπερθετικός:  πανευτυχέστατος

  1. (επιτατικό επίθετο) πανευτυχής
  2. (προσωνυμία) βασιλέων, ευγενών
  3. (για νεκρό) αξιομακάριστος
  4. (για στρατό) νικηφόρος
  5. (για τοξότη) ικανότατος

Κλιτικοί τύποι

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία