ικανότατος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ικανότατος < ικαν(ός) + -ότατος < αρχαία ελληνική ἱκανώτατος
Επίθετο επεξεργασία
ικανότατος, -η, -ο
- υπερθετικός βαθμός του ικανός
Μεταφράσεις επεξεργασία
ικανότατος
|
Δείτε επίσης : ἱκανώτατος |
ικανότατος, -η, -ο
|