Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ικανότατος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Δείτε επίσης
:
ἱκανώτατος
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ικανότατ
ος
η
ικανότατ
η
το
ικανότατ
ο
γενική
του
ικανότατ
ου
της
ικανότατ
ης
του
ικανότατ
ου
αιτιατική
τον
ικανότατ
ο
την
ικανότατ
η
το
ικανότατ
ο
κλητική
ικανότατ
ε
ικανότατ
η
ικανότατ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ικανότατ
οι
οι
ικανότατ
ες
τα
ικανότατ
α
γενική
των
ικανότατ
ων
των
ικανότατ
ων
των
ικανότατ
ων
αιτιατική
τους
ικανότατ
ους
τις
ικανότατ
ες
τα
ικανότατ
α
κλητική
ικανότατ
οι
ικανότατ
ες
ικανότατ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ικανότατος
<
ικαν(ός)
+
-ότατος
<
αρχαία ελληνική
ἱκανώτατος
Επίθετο
επεξεργασία
ικανότατος
, -η, -ο
υπερθετικός
βαθμός
του
ικανός
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ικανότατος