Δείτε επίσης: ἱκανώτατος
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ικανότατος η ικανότατη το ικανότατο
      γενική του ικανότατου της ικανότατης του ικανότατου
    αιτιατική τον ικανότατο την ικανότατη το ικανότατο
     κλητική ικανότατε ικανότατη ικανότατο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ικανότατοι οι ικανότατες τα ικανότατα
      γενική των ικανότατων των ικανότατων των ικανότατων
    αιτιατική τους ικανότατους τις ικανότατες τα ικανότατα
     κλητική ικανότατοι ικανότατες ικανότατα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ικανότατος < ικαν(ός) + -ότατος < αρχαία ελληνική ἱκανώτατος

  Επίθετο

επεξεργασία

ικανότατος, -η, -ο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία