αξιομακάριστος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αξιομακάριστος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀξιομακάριστος < ἄξιος, ἀξιο- + μακαριστός < μακαρίζω
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.ksi.o.maˈka.ɾi.stos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐ξι‐ο‐μα‐κά‐ρι‐στος
Επίθετο επεξεργασία
αξιομακάριστος, -η, -ο
- αυτός που μακαρίζεται επάξια (ιδίως προσφώνηση νεκρού)