πανευδαίμων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πανευδαίμων < ελληνιστική κοινή πανευδαίμων < αρχαία ελληνική πᾶς + εὐδαίμων
Επίθετο
επεξεργασίαπανευδαίμων
- (αρχαιοπρεπές) ο πάρα πολύ ευδαίμων
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία πανευδαίμων
|