Δείτε επίσης: ευδαίμων, δυσδαίμων
 γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
εὐδαιμον-
ονομαστική / εὐδαίμων τὸ εὔδαιμoν
      γενική τοῦ/τῆς εὐδαίμονος τοῦ εὐδαίμονος
      δοτική τῷ/τῇ εὐδαίμον τῷ εὐδαίμον
    αιτιατική τὸν/τὴν εὐδαίμον τὸ εὔδαιμoν
     κλητική ! εὔδαιμoν εὔδαιμoν
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ εὐδαίμονες τὰ εὐδαίμον
      γενική τῶν εὐδαιμόνων τῶν εὐδαιμόνων
      δοτική τοῖς/ταῖς εὐδαίμοσῐ(ν) τοῖς εὐδαίμοσῐ(ν)
    αιτιατική τοὺς/τὰς εὐδαίμονᾰς τὰ εὐδαίμον
     κλητική ! εὐδαίμονες εὐδαίμον
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ εὐδαίμονε τὼ εὐδαίμονε
      γεν-δοτ τοῖν εὐδαιμόνοιν τοῖν εὐδαιμόνοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'εὐδαίμων' όπως «εὐδαίμων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία
εὐδαίμων < (εὖ) εὐ- + δαίμων