Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
δυσδαιμον-
ονομαστική / δυσδαίμων τὸ δύσδαιμoν
      γενική τοῦ/τῆς δυσδαίμονος τοῦ δυσδαίμονος
      δοτική τῷ/τῇ δυσδαίμον τῷ δυσδαίμον
    αιτιατική τὸν/τὴν δυσδαίμον τὸ δύσδαιμoν
     κλητική ! δύσδαιμoν δύσδαιμoν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ δυσδαίμονες τὰ δυσδαίμον
      γενική τῶν δυσδαιμόνων τῶν δυσδαιμόνων
      δοτική τοῖς/ταῖς δυσδαίμοσῐ(ν) τοῖς δυσδαίμοσῐ(ν)
    αιτιατική τοὺς/τὰς δυσδαίμονᾰς τὰ δυσδαίμον
     κλητική ! δυσδαίμονες δυσδαίμον
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ δυσδαίμονε τὼ δυσδαίμονε
      γεν-δοτ τοῖν δυσδαιμόνοιν τοῖν δυσδαιμόνοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'εὐδαίμων' όπως «εὐδαίμων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

δυσδαίμων < δυσ- + -δαίμων

  Επίθετο επεξεργασία

δυσδαίμων, -ων, -ον, συγκριτικός:δυσδαιμονέστερος

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία