Δείτε επίσης: Νικηφόρος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο νικηφόρος η νικηφόρα το νικηφόρο
      γενική του νικηφόρου της νικηφόρας του νικηφόρου
    αιτιατική τον νικηφόρο τη νικηφόρα το νικηφόρο
     κλητική νικηφόρε νικηφόρα νικηφόρο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι νικηφόροι οι νικηφόρες τα νικηφόρα
      γενική των νικηφόρων των νικηφόρων των νικηφόρων
    αιτιατική τους νικηφόρους τις νικηφόρες τα νικηφόρα
     κλητική νικηφόροι νικηφόρες νικηφόρα
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

νικηφόρος < αρχαία ελληνική νικηφόρος < νίκη + -φόρος

  Επίθετο επεξεργασία

νικηφόρος

  1. που οδηγεί σε νίκη
  2. που φέρνει τη νίκη, που νίκησε, νικητής

Συγγενικά επεξεργασία

  • → δείτε τη λέξη νίκη

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / νικηφόρος τὸ νικηφόρον
      γενική τοῦ/τῆς νικηφόρου τοῦ νικηφόρου
      δοτική τῷ/τῇ νικηφόρ τῷ νικηφόρ
    αιτιατική τὸν/τὴν νικηφόρον τὸ νικηφόρον
     κλητική ! νικηφόρε νικηφόρον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ νικηφόροι τὰ νικηφόρ
      γενική τῶν νικηφόρων τῶν νικηφόρων
      δοτική τοῖς/ταῖς νικηφόροις τοῖς νικηφόροις
    αιτιατική τοὺς/τὰς νικηφόρους τὰ νικηφόρ
     κλητική ! νικηφόροι νικηφόρ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ νικηφόρω τὼ νικηφόρω
      γεν-δοτ τοῖν νικηφόροιν τοῖν νικηφόροιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «τοξοβόλος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

νικηφόρος < νίκη + -η- + -φόρος

  Επίθετο επεξεργασία

νικηφόρος

Άλλες μορφές επεξεργασία