νικηφόρος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- νικηφόρος < αρχαία ελληνική νικηφόρος < νίκη + -φόρος
Επίθετο
επεξεργασίανικηφόρος
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη νίκη
Μεταφράσεις
επεξεργασία νικηφόρος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίανικηφόρος < νίκη + -η- + -φόρος
Επίθετο
επεξεργασίανικηφόρος