Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
δυστύχημα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Δείτε επίσης
:
δυστυχία
,
ατύχημα
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Αντώνυμα
1.2.3
Συγγενικά
1.2.4
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
δυστύχημα
τα
δυστυχήμα
τ
α
γενική
του
δυστυχήμα
τ
ος
των
δυστυχημά
τ
ων
αιτιατική
το
δυστύχημα
τα
δυστυχήμα
τ
α
κλητική
δυστύχημα
δυστυχήμα
τ
α
Κατηγορία
όπως «
όνομα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
δυστύχημα
<
αρχαία ελληνική
δυστύχημα
<
δυστυχέω
/
δυστυχῶ
<
δυσ-
+
τύχη
Ουσιαστικό
επεξεργασία
δυστύχημα
ουδέτερο
δυσάρεστη
ή
ανεπιθύμητη
εξέλιξη
ή
σοβαρό
ατύχημα
ή γενικότερα
ατυχής
στιγμή
Συνώνυμα
επεξεργασία
ατύχημα
πλήγμα
συμφορά
χτύπημα
Αντώνυμα
επεξεργασία
ευτύχημα
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τη λέξη
τύχη
Μεταφράσεις
επεξεργασία
δυστύχημα
αγγλικά
:
accident
(en)
γαλλικά
:
accident
(fr)
,
malheur
(fr)