Δείτε επίσης: ἀτύχημα
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ατύχημα τα ατυχήματα
      γενική του ατυχήματος των ατυχημάτων
    αιτιατική το ατύχημα τα ατυχήματα
     κλητική ατύχημα ατυχήματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

ατύχημα ουδέτερο

  1. δυσάρεστο γεγονός από ατυχία
      Είναι ατύχημα που η Ανθολογία είναι φτωχή σχετικά έκδοση. Αποτελεί, ωστόσο, πολύτιμο μικρό ψηφιδωτό της μεγάλης ευρωπαϊκής ποίησης (Εφημερίδα Ριζοσπάστης, 17-01-2002)
  2. δυσάρεστο συμβάν με μεγάλο κόστος, καθώς επιφέρει υλική ζημιά ή τραυματισμό
      εργατικό ατύχημα, πυρηνικό ατύχημα, περιβαλλοντικό ατύχημα
     συνώνυμα: για θάνατο δείτε τη λέξη δυστύχημα

Συγγενικά

επεξεργασία

 και δείτε τις λέξεις ατυχής και τύχη

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
  1. s.v. ατυχής - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.