• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Κοντινά
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

πλήγμα

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πλήγμα τα πλήγματα
      γενική του πλήγματος των πληγμάτων
    αιτιατική το πλήγμα τα πλήγματα
     κλητική πλήγμα πλήγματα
Κατηγορία όπως «κύμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

πλήγμα < αρχαία ελληνική πλῆγμα < πλήττω

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

πλήγμα ουδέτερο

  1. (κυριολεκτικά) δυνατό και βίαιο χτύπημα
  2. (μεταφορικά) συμβάν ή γεγονός με δυσάρεστες ή επώδυνες επιπτώσεις (ψυχικές, ηθικές ή και υλικές)

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    κυριολεκτικά
  • αγγλικά : blow (en), hit (en)
    μεταφορικά
  • αγγλικά : buffet (en), shock (en)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=πλήγμα&oldid=5505998"
Τελευταία επεξεργασία στις 2 Φεβρουαρίου 2022, στις 19:30
Βικιλεξικό
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 2 Φεβρουαρίου 2022, στις 19:30.
  • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie