πλήγμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | πλήγμα | τα | πλήγματα |
γενική | του | πλήγματος | των | πληγμάτων |
αιτιατική | το | πλήγμα | τα | πλήγματα |
κλητική | πλήγμα | πλήγματα | ||
Κατηγορία όπως «κύμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πλήγμα < αρχαία ελληνική πλῆγμα < πλήττω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπλήγμα ουδέτερο
- (κυριολεκτικά) ένα δυνατό και βίαιο χτύπημα
- (μεταφορικά) το συμβάν ή γεγονός με δυσάρεστες ή επώδυνες επιπτώσεις (ψυχικές, ηθικές ή και υλικές)